ὑπανεχώρησεν

ὑπανεχώρησεν
ὑπαναχωρέω
go back gradually
aor ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • υπαναχωρώ — ὑπαναχωρῶ, έω, ΝΑ [αναχωρώ] αποχωρώ βαθμηδόν ή κρυφά («ἐκ τῆς ἀγορᾱς ὑπανεχώρησεν», Διον. Αλ.) νεοελλ. 1. αποκηρύσσω τις διακηρυγμένες ιδέες μου 2. διαλύω μονομερώς συμφωνία ή σύμβαση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”